- τονικότητα
- Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο.
Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος έλξης λογιζόταν η σύγκλιση των 3 πρώτων φθόγγων του τετράχορδου, θεωρούμενου σε κατερχόμενη φορά, προς τον τελευταίο - σύγκλιση, που προσδιοριζόταν και από τη διάταξη των φθόγγων, και ιδιαίτερα των τόνων και των κλασμάτων του, μέσα στο καθένα από τα δύο όμοια τετράχορδα, από τα οποία απαρτιζόταν η μουσική κλίμακα ή τρόπος και τα οποία καθόριζαν το είδος της.
Η εκκλησιαστική μουσική στη δυτική Ευρώπη διαμόρφωσε ένα αυτοτελές μουσικοθεωρητικό σύστημα με αυστηρούς κανόνες, που βασίστηκε σε μια σειρά 8 μουσικών κλιμάκων ή τρόπων (modus), θεωρούμενων σε ανερχόμενη φορά και περιοριζόμενων σε μια οκτάβα. Ωστόσο οι κανόνες του συστήματος αυτού, που βασικά έμειναν αναλλοίωτοι για αιώνες, είχαν πλήρη εφαρμογή στην εκκλησιαστική μόνο μουσική, σχεδόν πάντα φωνητική, γιατί παράλληλα με αυτή την τελευταία, στη δυτική Ευρώπη αναπτύχθηκε και ένα είδος κοσμικής, δηλαδή λαϊκής μουσικής (musica volgare ή mundana), που είχε άλλες πηγές προέλευσης και προσανατολιζόταν όλο και περισσότερο στον περιορισμό της σε δύο μόνο κλίμακες, τη μείζονα και την ελάσσονα, με διαφορετική εσωτερική δομή, σε σχέση με τους τρόπους του γρηγοριανού μέλους και με πόλους έλξης την πρώτη βαθμίδα κάθε κλίμακας, που λέγεται τονική ή την οκτάβα της. Το νέο σύστημα, που ονομάστηκε τονικό, σε αντίθεση προς το τροπικό (modale) του γρηγοριανού μέλους, αφού αρχικά καταπολεμήθηκε, κατά τα μέσα του 16ου αι., χάρη και στις θεωρητικές έρευνες του Τσαρλίνο, ο οποίος κατάφερε να προσδιορίσει τη φύση των μουσικών διαστημάτων (ιδιαίτερα μάλιστα της μείζονος και ελάσσονος τρίτης), που διέπουν την εσωτερική δομή και καθορίζουν τη θέση των τόνων και των ημιτονίων της μείζονος και της ελάσσονος κλίμακας, ολοκληρώθηκε θεωρητικά, και στο τέλος επιβλήθηκε του τροπικού, που εγκαταλείφθηκε πλέον οριστικά, ήδη από τα τέλη του 16ου αι. και μετά.
Η κατοπινή πορεία της μουσικής, και ιδιαίτερα η καθιέρωση της ομοφωνίας, με την αρμονία ως βασικό στοιχείο δομής του μουσικού λόγου, εξασφάλισε και στην τ. ένα διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό εξέλιξης του μηχανισμού της (π.χ. η ιεράρχηση της σημασίας των βαθμίδων της κλίμακας –και μάλιστα της 1ης τονικής, της 5ης δεσπόζουσας και 4ης υποδεσπόζουσας– για τον σχηματισμό των πτώσεων), μέχρις ότου, με τον χρωματισμό και τη χρήση διαστημάτων μικρότερων του ημιτονίου, η τ. φτάσει σε τέτοιο σημείο σύγχυσης και κορεσμού χωρίς διέξοδο ώστε στις αρχές του 20ού αι. να καταργηθεί από την ατονικότητα και τη δωδεκαφωνία που, ως αρχή πλέο, της αρνούνται οποιαδήποτε θεωρητική λειτουργία ή χρησιμότητα.
* * *η, Ν1. η ιδιότητα τού τονικού2. μουσ. η κυριαρχία ενός βασικού φθόγγου σε μια κλίμακα και στις μελωδίες που βασίζονται σ' αυτήν3. η ιδιότητα τών ζωντανών μυών να παρουσιάζουν μυϊκό τόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τονικός. Η λ., στον λόγιο τ. τονικότης, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.